κατατάξης

κατατάξης
κατάταξις
ordering
fem nom/voc pl (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ταξινόμηση — Όρος ενδεικτικός της εργασίας και του αποτελέσματος της κατάταξης (ονοματολογία, συγκρότηση ομάδων, κλπ.), περισσότερων του ενός πραγμάτων. Ο σκοπός της κατάταξης αυτής είναι ο καθορισμός, όσο είναι δυνατόν, των χαρακτηριστικών ενός αντικειμένου …   Dictionary of Greek

  • ιστιοδρομίες — Δραστηριότητα που αναπτύσσεται στη θάλασσα ή σε εσωτερικά ύδατα με ιστιοφόρα για λόγους ψυχαγωγίας ή για τη διεξαγωγή αγώνων ταχύτητας μεταξύ των σκαφών. Τα σκάφη που χρησιμοποιούνται για ι. μπορεί να ταξινομηθούν σε σκάφη ενός τύπου ή μονότυπα,… …   Dictionary of Greek

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

  • βοτανική — Κλάδος της βιολογίας που ασχολείται με τη μελέτη των φυτών, ως προς την εξωτερική μορφή, την εσωτερική υφή, τη λειτουργία τους και τη γεωγραφική τους εξάπλωση. Διαιρείται σε γενική και ειδική β. Η γενική β. ασχολείται κυρίως με τη μορφολογία και… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • Ένγκλερ, Άντολφ — (Adolf Engler, Σάγκαν 1844 – Βερολίνο 1930). Γερμανός βοτανολόγος. Το όνομά του συνδέθηκε κυρίως με τη συστηματική βοτανική, λόγω της ενασχόλησής του με την έρευνα συστηματικής κατάταξης των φυτών σε φυσικές βάσεις. Στο κυριότερο έργο του με… …   Dictionary of Greek

  • Λαμάρκ, Ζαν Μπατίστ Πιερ Αντουάν ντε Μονέ ντε- — (Jean Baptiste Pierre Antoine de Monet de Lamarck, Μπαζαντέν 1744 – Παρίσι 1829). Γάλλος φυσιοδίφης. Προοριζόταν να γίνει ιερωμένος, κατατάχθηκε όμως στον στρατό και σπούδασε ιατρική στο Παρίσι. Ο Λ. αφιερώθηκε στη μελέτη διαφόρων κλάδων της… …   Dictionary of Greek

  • τετραγωνικό σύστημα — Μία από τις 7 υποδιαιρέσεις της κατάταξης των κρυστάλλων. Περιλαμβάνει τα ορυκτά, των οποίων οι κρύσταλλοι χαρακτηρίζονται από 3 άξονες σε ορθή γωνία, με τις 2 από τις 3 θεμελιώδεις παραμέτρους ίσες μεταξύ τους. Χαρακτηριστικό στοιχείο της… …   Dictionary of Greek

  • Στοιχεία — Ουσίες με ομογενή ατομική σύσταση, που αντιπροσωπεύουν τα τελικά όρια στα οποία όλα τα υλικά σώματα μπορούν να υποδιαιρεθούν με χημικά μέσα. Στα σ., στην ελεύθερη κατάσταση τους (μη ενωμένα) τα άτομα συνενώνονται σε μόρια που αποτελούνται από 2… …   Dictionary of Greek

  • άθροισμα — Το συγκεντρωμένο πλήθος ανθρώπων ή πραγμάτων. (Βοτ.) Ταξινομική μονάδα κατάταξης των φυτών, αντίστοιχη του όρου φύλο, που χρησιμοποιείται για τη συστηματική κατάταξη των ζώων. Το φυτικό βασίλειο υποδιαιρείται συνολικά σε 17 α. ή διαιρέσεις:… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”